Ο ζωγράφος Γιώργος Αγγελίνης έκλεισε οικειοθελώς τον κύκλο της ζωής του “επιστρέφοντας” στη θάλασσα από την οποία, όπως δείχνουν τα έργα του, είχε αναδυθεί.
Πολυσχιδής προσωπικότητα, που δεν τοποθετείται εύκολα σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο, σκεπτόμενος καλλιτέχνης, δήλωνε: “Ένας καλλιτέχνης δεν μπορεί εύκολα να δεχτεί συμβιβασμούς, αφού έχει αφιερώσει τη ζωή του στην τέχνη”.
Γεννημένος στην Πελοπόννησο το 1918, υιοθετήθηκε από την οικογένεια Αγγελίνη στη Ζάκυνθο, όπου πέρασε τα πρώτα του χρόνια αφοσιωμένος στα ιδανικά του προσκοπικού κινήματος, μέχρι την ημέρα που, σε ηλικία 28 ετών, ανακάλυψε τη ζωή και το έργο του Βαν Γκογκ, γεγονός που ξύπνησε μέσα του το ταλέντο του ως ζωγράφου.
Το μεγαλύτερο μέρος της καλλιτεχνικής του προσπάθειας αφιερώθηκε στη μελέτη της Μινωικής Τέχνης, η οποία, όπως πίστευε, παρείχε το κλειδί τόσο για τα μυστικά της ζωγραφικής όσο και για την ανακάλυψη της πνευματικής ουσίας του Μινωικού Πολιτισμού. Ανακάλυψε πολλές διαφορετικές τεχνικές της τοιχογραφίας. Θάβοντας ζωγραφισμένες επιφάνειες για πολλά χρόνια, προσπάθησε να αποδείξει ότι τα πρωτογενή μινωικά χρώματα ήταν πολύ πιο κοντά και πιο προσιτά σε αυτόν, που τα προσέγγιζε με το μεσογειακό του ένστικτο, απ’ ό,τι σε εκείνους που καθοδηγούνταν, από την άποψη αυτή, από τη βορειοευρωπαϊκή τους εθνικότητα. Η άμεση επαφή του με την Κρήτη του έδωσε πολλές λύσεις για την αισθητική του χρώματος.
Πειραματιζόταν αδιάκοπα, προσπαθώντας να αναπαράγει το μπλε της κρητικής θάλασσας και του ουρανού, τόσο διαφορετικό από εκείνο της Αττικής. Ήταν διορατικός στη ζωή και την τέχνη του. Τα έργα του χαρακτηρίζονται από μια πρωτοποριακή τάση και μια διαισθητική αίσθηση για τα επερχόμενα.