(17/3/1920 – 7/2/2018)
Η ιδρύτρια και πρόεδρος του Ιδρύματος Αγγελίνη-Χατζηνίκου, Πία Χατζηνίκου-Αγγελίνη, απεβίωσε στις 7 Φεβρουαρίου 2018, σε ηλικία 97 ετών. Θα καταβάλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια για να διατηρήσουμε την κληρονομιά της.
Της Jenny Colebourne, THE ATHENIAN, Δεκέμβριος 1986
“Η Πία Χατζηνίκου-Αγγελίνη είναι η ιμπρεσάριος που έφερε, μεταξύ άλλων, το Μπαλέτο Rambert στο Θέατρο Ηρώδου Αττικού αυτό το καλοκαίρι (ίσως το χορευτικό highlight της χρονιάς) και το Μπαλέτο της Βιέννης στην Κρήτη. Η ίδια μεγάλωσε σε περιβάλλον καλλιτεχνών. Η μητέρα της ήταν μουσικός και καλλιτέχνης, ενώ και η ίδια σπούδασε μουσική, αν και παραδέχεται ότι δεν ήταν προετοιμασία για την τελική της κλίση. Λέει ότι ήταν σαν στρατιώτης που πηγαίνει στον πόλεμο χωρίς να έχει ιδέα πώς θα ήταν η μάχη. Η Χατζηνίκου-Αγγελίνη ταξίδεψε πολύ, και κατά τη διάρκεια των ταξιδιών της έμαθε να αγαπά και να εκτιμά την πατρίδα της. Πιστεύει ότι οι Έλληνες, παρά τη σχετική έλλειψη πολιτιστικών ερεθισμάτων και παιδείας σε σχέση με άλλες δυτικές χώρες, εκτιμούν ενστικτωδώς το καλό θέατρο. Προσπαθεί να φέρνει καλλιτέχνες που προβάλλουν την ψυχή της πατρίδας τους. εν αρκεί, λέει, να πηγαίνει κανείς στην Αγγλία μόνο για να επισκεφτεί το Mark’s και το Spencer’s. Υπάρχει mach περισσότερο, φυσικά, στην αγγλική κουλτούρα.
Η Χατζηνίκου-Αγγελίνη έχει εξαιρετικό ταλέντο να εντοπίζει ακριβώς τι αντιπροσωπεύει την ψυχή κάθε χώρας. Ξεκίνησε τον δρόμο της προώθησης καθαρά τυχαία, πριν από 25 χρόνια στο Βέλγιο. Οι Βέλγοι ήθελαν να φέρουν μια έκθεση ταπισερί στην Ελλάδα. Εμποδίστηκαν επειδή οι ντόπιοι κατασκευαστές ταπισερί φοβόντουσαν τον ανταγωνισμό και ζήτησαν από την Χατζηνίκου-Αγγελίνη να βοηθήσει. Χωρίς καμία προηγούμενη εμπειρία, κατάφερε να πείσει τις ελληνικές αρχές όχι μόνο να δεχτούν την έκθεση (με τον όρο να μην πωλείται τίποτα), αλλά και να παραχωρήσουν το Ζάππειο ως χώρο διεξαγωγής. Έχοντας πλέον το πάνω χέρι, απαίτησε λουλούδια και μουσική από τους Βέλγους. Προς έκπληξή της, εκείνοι συμμορφώθηκαν και έφερναν φρέσκα λουλούδια κάθε εβδομάδα. Είναι κρίμα, λέει, που δεν υπήρχαν τότε βίντεο για να καταγράψουν το γεγονός. Η Χατζηνίκου-Αγγελίνη λέει ότι ήταν μεγάλο σοκ να διαπιστώσει ότι δεν επαινέθηκε από κυβερνητικούς αξιωματούχους για τις προσπάθειές της. Όπου κι αν στράφηκε για να οργανώσει νέες εκδηλώσεις, βρήκε τις πόρτες σταθερά κλειστές μπροστά της. Άρχισε να συνειδητοποιεί το μειονέκτημα του να είσαι γυναίκα στον επιχειρηματικό κόσμο, για να μην αναφέρουμε ότι εργάζεσαι εκτός της αιγίδας του Υπουργείου Πολιτισμού- δεν μπορούσε να βρει καμία συνεργασία. Κόντρα σε όλες τις αντιξοότητες συνέχισε μόνη της (ακόμη και σήμερα δεν έχει καμία βοήθεια) και με τα χρόνια έφερε στην Ελλάδα πολλούς καλλιτεχνικούς θησαυρούς.
Έφερε το Μπαλέτο του Μαρκήσιου ντε Κουέβας, το Θέατρο Νο της Ιαπωνίας, τον Μαρσέλ Μαρσώ και το Ζωντανό Θέατρο. Οι προσπάθειες της Χατζηνίκου-Αγγελινής δεν περιορίστηκαν στην Αθήνα και στην Ηρώδου Αττικού. Ο πατέρας της είχε κάποια γη στο Πήλιο και με μικρά ποσά χρηματοδότησης από την ΕΟΚ, τον Εθνικό Οργανισμό Τουρισμού και το Βρετανικό Συμβούλιο δημιούργησε εκεί ένα θέατρο 350 θέσεων. Παρουσίασε μια σειρά μουσικής δωματίου που παρουσιάζει την ιστορία της μουσικής, καθώς και παραστάσεις ελληνικών χορών και θεάτρου σκιών. Ενδιαφερόμενη παθιασμένα για την εκπαίδευση των παιδιών στις τέχνες, έχει οργανώσει πολλά εκπαιδευτικά προγράμματα για νέους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προέρχονται από αγροτικά περιβάλλοντα και δεν είχαν σχεδόν καμία προηγούμενη επαφή με την κλασική μουσική και τα συναφή. Η Χατζηνίκου-Αγγελίνη πιστεύει ότι θα ήταν ωραίο αν, αντί να φέρνει συνέχεια διάσημες ορχήστρες, η Ελλάδα παρουσίαζε μικρότερα, υψηλής ποιότητας συγκροτήματα δωματίου καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Λέει ότι κάνει ήδη σχέδια για το Φεστιβάλ της επόμενης χρονιάς, αλλά προτιμά να μην τα συζητήσει. “Το υπουργείο Πολιτισμού”, λέει με ένα σπινθηροβόλο βλέμμα, “μπορεί να κάνει τα πράγματα δύσκολα όταν ξέρει τι κάνω”.
Το 1959 η Πία Χατζηνίκου-Αγγελίνη ίδρυσε τον οργανισμό Promote International Arts (PIA) με σκοπό να συμβάλει στην πολιτιστική ανάπτυξη της Ελλάδας. Αυτό επιτεύχθηκε με την πρόσκληση στην Ελλάδα διάσημων συγκροτημάτων και καλλιτεχνών. Ανάμεσά τους, το Μπαλέτο του Μαρκήσιου ντε Γκεβά, η Ζίζι Ζανμαίρ και το Μπαλέτο του Ρολάν Πετί, το ρωσικό φολκλορικό μπαλέτο Berioska, ο Αντόνιο και το Κλασικό του Μπαλέτο από την Ισπανία, το σύνολο του Ινδικού Κλασικού Χορού με τους εθνικούς χορευτές Santa Rao Danayanti Joshi και Bahadur Khan, Marcel Marceau, Black Nativity, το Μαύρο Θέατρο της Πράγας, το ιαπωνικό κρατικό θέατρο Noh Kanzekai, η Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου με τον Antal Dorati, οι Virtuosi di Roma με τον Renato Fasano, το τσεχικό σύνολο Camerata Nova, οι μαριονέτες του Σάλτσμπουργκ, I Musici, διάσημα κουαρτέτα εγχόρδων όπως τα Smetana, Leowenguth, Zagreb και Prague, σολίστες όπως οι Mstislav Rostropovich, Claudio Arrau και Shura Cherkassky, η Κρατική Όπερα της Στουτγάρδης με έργα Wagner και Orff (με την ευκαιρία αυτή προσκάλεσε και τον Carl Orff), η Βασιλική Όπερα και το Μπαλέτο του Covent Garden, την Κρατική Όπερα της Πράγας, τον Benjamin Britten, τον Samuel Barber, τους Jubilee Singers (Καλιφόρνια), το Μπαλέτο Rambert, το Μπαλέτο Paul Taylor, τη Συμφωνική Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας του Μιλάνου (RAI), τη Συμφωνική Ορχήστρα SWR (Γερμανία) με τον Karlheinz Stockhausen, το Living Theater (U. U.S.A.), το Murray Dance Theater του Alvin Nikolai (U.S.A.), το βραζιλιάνικο θέατρο Macunaima, το πολωνικό φολκλορικό μπαλέτο Mazowsze, το Royal Winnipeg Ballet (Καναδάς), το Βασιλικό Μπαλέτο της Δανίας, το Μπαλέτο της Όπερας της Βιέννης, το Μητροπολιτικό Χοροθέατρο της Σεούλ με την ευκαιρία της αφής της Ολυμπιακής Φλόγας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ το 1988, η Κρατική Φιλαρμονική Ορχήστρα του Κοσίτσε, οι Patassou, Dalida, Joe Dassin και Charles Aznavour.
Εκτός από την πρόσκληση διάσημων ξένων συγκροτημάτων, η κ. Χατζηνίκου-Αγγελήνη ανέπτυξε σημαντικές δραστηριότητες για την προώθηση των ελληνικών τεχνών. Οργάνωσε περιοδεία του Θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κουν στη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Πολωνία και τη Σοβιετική Ένωση. Ενθάρρυνε τη χορεύτρια και χορογράφο Ζούζου Νικολούδη να δημιουργήσει το χορευτικό συγκρότημα Χορίκα, για το οποίο οργάνωσε περιοδεία στην Ευρώπη, τη Βόρεια και Νότια Αμερική, το Μεξικό και την Ιαπωνία. Οργάνωσε πολλές συναυλίες για τη Μικρή Ορχήστρα Αθηνών, στο πλαίσιο των οποίων ανέβασε και την πρώτη παράσταση του “Άξιον Εστί” του Ελύτη με μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και σολίστ τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Οργάνωσε παραστάσεις Αρχαίου Ελληνικού Δράματος στη Ρόδο, οι οποίες περιλάμβαναν επίσης παραστάσεις ελληνικών παραδοσιακών χορών με το σύνολο της Νέλλης Δήμογλου.
Προώθησε επίσης Έλληνες ψυχαγωγικούς τραγουδιστές, όπως η Γιοβάννα και η Νίκη Καμπά, σε διεθνή φεστιβάλ, όπου κέρδισαν βραβεία. Όποτε προσκαλούσε ξένα σύνολα, επεδίωκε πάντα να συμμετέχουν Έλληνες καλλιτέχνες. Το 1962 οργάνωσε μια μεγάλη έκθεση βελγικής ταπισερί από τον 12ο έως τον 20ό αιώνα στο Ζάππειο Μέγαρο στην Αθήνα (η εκδήλωση αυτή τελούσε υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού του Βελγίου).
Εξέδωσε το βιβλίο “Olympia” με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Μεξικό το 1968, καθώς και ένα βιβλίο για τους αρχαίους και σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες. Διετέλεσε επίσης πολιτιστική σύμβουλος του Εθνικού Οργανισμού Πρόνοιας, καθώς και του Δήμου Πειραιά.